κλίτος

κλίτος
Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους.
* * *
(I)
το (AM κλίτος, -ους) [κλίνω]
κατηφοριά, πλαγιά, κλ(ε)ιτύς*
νεοελλ.
(τοπογρ.) άλλη ονομασία τής κλίσης, ιδιαίτερα όταν αυτή εκφράζεται με κλάσμα ή ποσοστό
νεοελλ.-μσν.
ένα από τα τρία ή πέντε τμήματα τού παλαιοχριστιανικού ναού και ιδίως τής βασιλικής, τα οποία χωρίζονται με κιονοστοιχίες, αλλ. δρόμος («τὸ μὲν δεξιὸν κλίτος ναὸν τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας καινοτομήσας», Σάθ.)
μσν.
1. τμήμα ή κέρας στρατεύματος («εὐωνύμου κλίτους ἡγήσασθαι», Θεοφύλ. Σ.)
2. η μία από τις δύο πλευρές τού ανθρώπινου σώματος
αρχ.
1. το κατώτερο μέρος κάποιου τόπου («εἴκοσιν στύλους ἐκ τοῦ κλίτους τοῦ πρὸς βορρᾶν», ΠΔ)
2. η γεωγραφική θέση ενός τόπου σε σχέση με τους πόλους, κλίμα*.
————————
(II)
κλῑτος, τὸ (Α) [κλίνω]
κλ(ε)ιτύς*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλίτος — cliff neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιτός — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * ή, ό… …   Dictionary of Greek

  • κλίτος — το ους 1. κατωφέρεια, κατηφοριά. 2. καθεμιά από τις τρεις ή πέντε κατά μήκος διαιρέσεις των χριστιανικών ναών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλιτός — ή, ό αυτός που κλίνεται: Πόσα είναι τα κλιτά μέρη του λόγου; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλίτει — κλίτος cliff neut nom/voc/acc dual (attic epic) κλίτεϊ , κλίτος cliff neut dat sg (epic ionic) κλίτος cliff neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίτη — κλίτος cliff neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κλίτος cliff neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιτῶν — κλίτος cliff neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίτεα — κλίτος cliff neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίτεσι — κλίτος cliff neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίτεσιν — κλίτος cliff neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”